ίντυβος

ίντυβος
ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος)
βοτ. το αντίδι, είδος φυτού τού γένους κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβοςίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰντύβοις — ἴντυβος endive masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰντύβου — ἴντυβος endive masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰντύβων — ἴντυβος endive masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴντυβοι — ἴντυβος endive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴντυβον — ἴντυβος endive masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίντυβο — το (Μ ἰντύβιν) ο ίντυβος, το αντίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ίντυβος] …   Dictionary of Greek

  • ιντυβολάχανον — ἰντυβολάχανον, τὸ (Α) βοτ. ο ίντυβος, το αντίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίντυβος + λάχανον] …   Dictionary of Greek

  • εντύβιον — και έντυβον και ίντυβον, το, και ίντυβος, ο (σε όλους τους τύπους υπάρχει και γραφή με ι αντί υ) βοτ. το φυτό που ονομάζεται κν. αντίδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”