- ίντυβος
- ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος)βοτ. το αντίδι, είδος φυτού τού γένους κιχώριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβος (ή ίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα].
Dictionary of Greek. 2013.